- διεσφήκωσε
- διασφηκόομαιto be made like a waspaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασφηκούμαι — διασφηκοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον») 2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι) … Dictionary of Greek